- πίθηκος
- ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Αγενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην Αφρική και στη Νότια Αμερική, η μαϊμούνεοελλ.-αρχ.1. παρωνύμιο ή χαρακτηρισμός άσχημου ή αναιδούς ή αγύρτη ανθρώπου («ἥν περ ὁ πίθηκος τῇ γυναικὶ διέθετο, ὁ μαχαιροποιός», Αριστοφ.)2. μτφ. α) τυφλός και αδέξιος μιμητήςβ) ασελγής, αδιάντροπος άνθρωποςαρχ.παροιμ. «ἀντί λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι» — λεγόταν για θρασύδειλο άτομο.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει επίθημα με άηχο ουρανικό -κ-, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ζώων (πρβλ. ἱέραξ, -ακος, μύρμηξ, -κος, ψιττα-κ-ός). Η λ. είναι πιθ. δάνεια. Η παλαιότερη άποψη, κατά την οποία η λ. πίθηκος συνδέεται με το λατ. foedus «άσχημος, δυσειδής», δεν θεωρείται πιθανή. Η άποψη αυτή στηριζόταν στην κατ' ευφημισμόν χρήση τής λ. καλλίας* (< κάλλος) για τον πίθηκο. Από τη λ. πίθηκος παράγονται τα ανθρωπωνύμια Πιθᾱκᾱ, Πιθήκη, Πίθος, Πιτθῖνος, Φίθων, Πίθιον, Πιθυλλίς, Πιτθώ.ΠΑΡ. πιθήκειος, πιθηκιδεύς, πιθηκίζω, πιθήκιοναρχ.πιθηκώδηςμσν.πιθηκίςνεοελλ.πιθηκικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πιθηκοειδής, πιθηκόμορφοςαρχ.πιθηκαλώπηξ, πιθηκοφαγώ, πιθηκοφόροςμσν.πιθηκοκέντριοννεοελλ.πιθηκάνθρωπος, πιθηκολόβιο. (Β' συνθετικό) κερκοπίθηκοςαρχ.δημοπίθηκος, χοιροπίθηκοςνεοελλ.αιγοπίθηκος, ανθρωποπίθηκος, αρκτοπίθηκος, γαλεοπίθηκος, γιγαντοπίθηκος, δρυοπίθηκος, ημιπίθηκος, προπίθηκος, ρυγχοπίθηκος].
Dictionary of Greek. 2013.